μουσικοσυνθέτης

μουσικοσυνθέτης
ο
θηλ. -τρια ο δημιουργός μουσικών έργων: Ο Χατζιδάκις υπήρξε σπουδαίος μουσικοσυνθέτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουσικοσυνθέτης — ο, θηλ. μουσικοσυνθέτις και μουσικοσυνθέτρια συνθέτης μουσικών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσική + συνθέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Κλ. Ι. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • Γκλας, Φίλιπ — (Philip Glass, Βαλτιμόρη 1937 –). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης. Από τους σημαντικότερους συνθέτες της σύγχρονης μουσικής, ο Γ. έχει καταφέρει με το πολυποίκιλο έργο του να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ σοβαρής μουσικής και ποπ, χάρη σε νέους τρόπους… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωράκης, Μίκης — (Χίος 1925 –). Μουσικοσυνθέτης. Κατάγεται από την Κρήτη. Σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών και στο Ωδείο του Παρισιού. Το 1942 τον συνέλαβαν οι ιταλικές κατοχικές αρχές. Το 1947 εξορίστηκε στην Ικαρία και το 1948 στη Μακρόνησο. Το 1960 άρχισε ουσιαστικά… …   Dictionary of Greek

  • Λοΐζος, Μάνος — (Αλεξάνδρεια 1937 – Μόσχα 1982). Μουσικοσυνθέτης. Έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής σε νεαρή ηλικία, ο Λ. έφτασε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα για να σπουδάσει. Ξεκίνησε στη φαρμακευτική σχολή, συνέχισε στην εμπορική, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Λόιντ Βέμπερ, Άντριου — (Andrew Lloyd Webber, Λονδίνο 1948 –). Άγγλος μουσικοσυνθέτης. Γιος του μουσικοσυνθέτη Γουίλιαμ Λόιντ Βέμπερ, διευθυντή του Κολεγίου Μουσικής του Λονδίνου, ο Λ.Β. ασχολήθηκε με το είδος του μιούζικαλ, σε θεατρικές παραγωγές και σε… …   Dictionary of Greek

  • Ξαρχάκος, Σταύρος — (Αθήνα, 1939 –). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στο Ωδείο Αθηνών, καθώς και στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Έκανε το ντεμπούτο του στη δισκογραφία το 1963 με τη μουσική της ταινίας Τα κόκκινα φανάρια συνεργαζόμενος με… …   Dictionary of Greek

  • Ξυλούρης, Νίκος — (Ανώγεια Ηρακλείου Κρήτης 1938 – 1980). Μουσικοσυνθέτης λαϊκών και δημοτικών τραγουδιών και τραγουδιστής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως τραγουδιστής και λυράρης σε γάμους και πανηγύρια της περιοχής Ανωγείων σε ηλικία μόλις 15… …   Dictionary of Greek

  • Χατζηαποστόλου, Νικόλαος — (1884 – 1941). Μουσικοσυνθέτης. Προικισμένος με μεγάλο ταλέντο μουσικού και ωραία φωνή βαθύφωνου, σπούδασε περισσότερα από 8 χρόνια στο Ωδείο Λότνερ. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος, πήρε μέρος στις περιοδείες… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”